- ανανογιέμαι
- ανανογιέμαι και ανανογιούμαι -ήθηκα, βάζω με το νου μου, θυμούμαι: Το θεριό π' ανανογιέται, πως του λείπουν τα μικρά (Σολωμός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανανοώ — ( έω) (Α ἀνανοῶ) (Ν και ανανογώ, συνήθως τα μέσ. ανανοούμαι και ανανογιέμαι και ανανογ(ι)ούμαι) ανακαλώ στη μνήμη μου, συλλογίζομαι, σκέπτομαι νεοελλ. 1. αντιλαμβάνομαι, εννοώ 2. ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι 3. φθάνω σε ηλικία, κατά την… … Dictionary of Greek